- κονίω
- κονίω (Α) [κόνις]1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ' ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ.β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.)2. προετοιμάζομαι για μάχη3. (για ίππους ή για άνδρες που αγωνίζονται σε αγώνα δρόμου ή για στρατό) σηκώνω σκόνη (α. «οἱ δ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο», Ομ. Ιλ.β. «ἐγγὺς γὰρ ἤδη... Ἀργείων στρατὸς χωρεῑν, κονίει», Αισχύλ.)4. μέσ. κονίομαια) (για πτηνά ή άλλα ζώα) κυλιέμαι στη σκόνη («καὶ οἱ φασιανοί, ἐὰν μὴ κονίωνται, διαφθείρονται ὑπὸ τῶν φθειρῶν», Αριστοτ.)β) (για παλαιστές) πασπαλίζω το σώμα μου με σκόνη («χρισάμενοι τῷ ἐλαίῳ καὶ κονισάμενοι πρόϊτε καὶ αὐτοὶ πὺξ τὰς χεῑρας». Λουκιαν.)5. (ἡ μτχ. παθ. παρακμ.) κεκονιμένος, -η, -ονβιαστικός, επειγόμενος.
Dictionary of Greek. 2013.